- νυχτοκόρακας
- ο козодой североамериканский (птица)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… … Dictionary of Greek
νυχτοκόρακας — ο πουλί της οικογένειας Eρωδιίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
μυγερός — μυγερός, ὁ (Α) ο νυχτοκόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. μυγ τού μύζω (Ι) «βογγώ, μουγκρίζω» (πρβλ. μυγ μός) + κατάλ. ερός (πρβλ. θλιβ ερός)] … Dictionary of Greek
νήταυρος — και γήταυρος και ήταυρος, ο 1. μυθικό θηρίο που, σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, έχει τη φωλιά του στους βυθούς θαλασσών, λιμνών και κυρίως ελών, από όπου εκβάλλει μουγκρίσματα τα οποία μοιάζουν με εκείνα τού ταύρου 2. πουλί που ζει στα έλη και … Dictionary of Greek
νυκτιβαύ — νυκτιβαῡ (Α) (άκλ., αλλά υπάρχει γεν. νυκτιβαοῡτος) νυκτικόραξ, νυχτοκόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πιθ. βαῦ, μίμηση τού γαυγίσματος τών σκύλων] … Dictionary of Greek
νυκτικόραξ — ο (ΑΜ νυκτικόραξ) βλ. νυχτοκόρακας … Dictionary of Greek
νυκτοκόραξ — ο (ΑΜ νυκτοκόραξ) βλ. νυχτοκόρακας … Dictionary of Greek
νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
στριγγλίζω — στριγγλίζω, στρίγγλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: στριγγλίζω : από το μεσαιωνικό στριγγίζω < αρχ. στριγξ (νυχτοκόρακας). Σύμφωνα με άλλη άποψη, προέρχεται από τη στρίγκλα < λατιν. strigula … Τα ρήματα της νέας ελληνικής